απών, -ούσα, -όν — αρχαία μετοχή, αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών: Πολλοί μαθητές ήταν σήμερα απόντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρόν — το (ουδ. μτχ. ενεστ. τού πάρειμι ως ουσ.) 1. η χρονική στιγμή που τέμνει τον χρόνο και τόν διακρίνει σε παρελθόν και μέλλον, ο χρόνος κατά τον οποίο μιλάμε ή κάνουμε κάτι, ο τωρινός χρόνος 2. φρ. α) «προς το παρόν» και «κατά το παρόν» για τώρα,… … Dictionary of Greek
ԱՌԸՆԹԵՐ — (թերք, թերց.) NBH 1 0302 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c, 14c ա. παρών, οῦσα, ον praesens Ընթերակայ. առաջիկայ. ներրկայ. մերձակայ. *Ցուրտն առընթեր կենակից նմին. Նար. ՟Ձ՟Զ: *Ոչինչտրտնջէ յաղագս նախագունիցն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՍՏԷՆ — ( ) NBH 1 0318 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c մ. ὦδε, ἑνθαῦτα hic Աստ. աստանօր. յայսմ տեղւոջ՝ վայրի՝ վիճակի՝ աշխարհի. եւ Այժմէն. ... *Աստէն ʼի հրէաստանի յերկիւղի եմք: Չելանեմ, քանզի աստէն մեռանիմ. ՟Ա. Թագ. ՟Ի՟Գ 3: ՟Գ. Թագ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… … Dictionary of Greek